πίσος

πίσος
(I)
και πισός, ὁ, Α
το φυτό πίσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum].
————————
(II)
-ίσεος, τὸ, Α
(επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα
κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ' ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πῖσος (< *πιδ-σ-ος) συνδέεται με τα πίδαξ*, πιδύω (πρβλ. μύσος: μύδος). Έχει προταθεί επίσης η σύνδεση της με το ρ. πίνω και το τοπωνύμιο Πίσα (πιθ. < *πισFα) με βάση το ερμήνευμα τού Στεφ. Βυζαντίου: «Πῖσα
πόλις καὶ κρήνη τῆς Ὀλυμπίας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πῖσος — meadows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσος — pease masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσος — pease masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσους — πίσος pease masc acc pl πί̱σους , πῖσος meadows neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσω — Πίσος pease masc nom/voc/acc dual Πίσος pease masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσοι — Πίσος pease masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσοι — πίσος pease masc nom/voc pl πί̱σοῑ , πιπίσκω give to drink fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσοις — Πίσος pease masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσου — Πίσος pease masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πίσους — Πίσος pease masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”